στειβεύς

στειβεύς
-έως, ὁ, Α
βλ. στιβεύς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στιβεύς — και στειβεύς, έως, ὁ, Α 1. οδοιπόρος, ταξιδιώτης 2. τεχνίτης που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια 3. ιχνηλάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίβος* + επίθημα εύς (πρβλ. στιγ εύς). Ο τ. στειβεύς κατά τον φωνηεντισμό τού ρ. στείβω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”